- κόπτομαι
- κόπτωcutpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόπτομαι — βλ. πίν. 12 (μόνο στον ενεστ. και στο γ πρόσ. παρατατ. κόπτονταν) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δερνοκοπιέμαι — κόπτομαι, θρηνώ, χτυπώ τα στήθια μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρνω + κοπιέμαι < κοπώ < κόπος < κόπτω (πρβλ. στηθοκοπιέμαι)] … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
δρύπτω — (Α) 1. σχίζω, ξεσχίζω, σπαράζω 2. (σε πένθος) κόπτομαι 3. επιδρώ επιβλαβώς στην υγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λέξη που ανάγεται στη ρίζα *der «γδέρνω, ξεσχίζω» τού δέρω* και συνδέεται με το δρέπω*. Ο τ. εμφανίζει σύνθετα σε δρυφής (πρβλ. αμφιδρυφής) … Dictionary of Greek
εναποτέμνομαι — ἐναποτέμνομαι (Α) τέμνομαι, κόπτομαι, αποκόπτομαι, έχω φυσική τομή … Dictionary of Greek
ԿՈԾԻՄ — (եցայ.) NBH 1 1109 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 8c, 12c հ. եւ ձ. κόπτομαι, κωκύω plango, ploro, lamentor. Կոծ առնուլ կամ առնել կամ դնել. ʼի կոծ մտնել. ծեծել եւ կոտորել զանձն լալեօք. աշխարել. սգալ ʼի վերայ մեռելոյ՝ լալեօք եւ ճչիւք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅՈՐԱՄ — ( ) NBH 2 0370 Chronological Sequence: Early classical չ. ՅՈՐԱԼ. (լծ. թ. եօրուլմագ ). κόπτομαι crucior. Տանջիլ. ծփիլ. աշխատ լինել. կրել զանձկութիւն. ծեծուիլ՝ չարչրկիլ. *զօր հանապազ հոգալ, եւ զգիշերն ամենայն յորալ. (լս. յիրալ.) Ոսկ. մ. ՟Բ. 13 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)